- ψυχοπλαστικότητα
- η, Νιατρ. ικανότητα που χαρακτηρίζει την υστερική προσωπικότητα και συνίσταται στην τάση προκλήσεως σωματικών συμπτωμάτων υπό την επίδραση ψυχικών παραστάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychoplasticite (< ψυχή + πλαστικότητα)].
Dictionary of Greek. 2013.